Κωστής Παπαγιώργης, έφυγε χθες στα 67 του χρόνια, 21 Μαρτίου, παγκόσμια μέρα ποιήσης και εαρινής ισημερίας....
αποσπάσματα
….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιξιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
....Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
...Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
.....Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή.
.... Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
.... Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
.... Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα.
.... "Οπως λίγες δόσεις τρέλλας κάθε μέρα σε γλυτώνουν από το άσυλο, λίγος θάνατος κάθε νύχτα σε σκληραγωγεί καλύτερα για το τελικό ναυάγιο. Αυτό το λίγο, που το προτιμάμε από το οιοδήποτε πολύ, είναι η παιδαγωγική της μέθης για να βλέπουμε σωστά τους εθελοντές των δηλητηριάσεων..."
από το βιβλίο του "Περί Μέθης"
αποσπάσματα
….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιξιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
....Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
...Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
.....Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή.
.... Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
.... Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
.... Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα.
.... "Οπως λίγες δόσεις τρέλλας κάθε μέρα σε γλυτώνουν από το άσυλο, λίγος θάνατος κάθε νύχτα σε σκληραγωγεί καλύτερα για το τελικό ναυάγιο. Αυτό το λίγο, που το προτιμάμε από το οιοδήποτε πολύ, είναι η παιδαγωγική της μέθης για να βλέπουμε σωστά τους εθελοντές των δηλητηριάσεων..."
από το βιβλίο του "Περί Μέθης"